Η καραπουλάδα άπλωσε τα πελώρια, μαύρα φτερά της και υψώθηκε στον αέρα. Οι μισθοφόροι μπήκαν σε τριγωνικό σχηματισμό γύρω της, με τα δόρατά τους προτεταμένα. Εκείνη άρχισε να περιστρέφει το δρεπάνι στα χέρια της. «Μαύρη Θύελλα» είπε και ένας μικρός τυφώνας εκτοξεύθηκε προς το μέρος του ενός από τους μισθοφόρους εκσφενδονίζοντάς τον πάνω στην άμαξα η οποία βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Αυτός κοίταξε προς τα πάνω ξαφνιασμένος. Πρώτη φορά τον χτυπούσε κίνηση με όνομα και ήταν ακριβώς όπως τις περιέγραφαν, εξαιρετικά δυνατές, εξατομικευμένες κινήσεις από εξειδικευμένους τεχνίτες του πολέμου. Κοιτώντας προς τον ουρανό, έστρεψε για μια στιγμή το βλέμμα του στην άμαξα. Καημένοι αιχμάλωτοι. Αυτός είχε δέσει την Ισαβέλλα και τώρα αισθανόταν υπεύθυνος για τον θάνατό της. Όμως, αυτό που αντίκρυσε τον τρόμαξε και τον συνάρπασε ταυτόχρονα. Η άμαξα ήταν άδεια.
Πριν προλάβει να συλλογιστεί τι μπορεί να έχει συμβεί ακούστηκε ένας συνδυασμός λέξεων που δεν κατάλαβε και προσγειώθηκε μπροστά του το χέρι ενός συναδέλφου του, κομμένο από τον αγκώνα, με την ασπίδα του δεμένη ακόμα πάνω σε αυτό. Ο άλλος μισθοφόρος ούρλιαξε από τον πόνο και έπεσε λιπόθυμος στο έδαφος.
«Λούις, τι κοιτάς; Σήκω πάνω, θα μας διαλύσει όλους» φώναξε στον μισθοφόρο στην άμαξα ο μόνος πλέον αντίπαλος της καραπουλάδας.
Ο Λούις συνήλθε απότομα. Τράβηξε το ξίφος του και όρμησε στην καραπουλάδα. Πριν προφτάσει όμως να κάνει οτιδήποτε, ακούστηκε το όνομα μιας ακόμα κίνησης. «Μαύρο Θέρος» είπε η καραπουλάδα και με μια σχεδόν χορευτική κίνηση αποκεφάλισε τον τρίτο μισθοφόρο. Ο Λούις ήταν πλέον μόνος του απέναντι σε ένα πλάσμα που θα τον κατέστρεφε. Αν ήταν τυχερός, θα πέθαινε ακαριαία.
Η καραπουλάδα άρχισε πάλι να περιστρέφει το δρεπάνι της, ετοιμαζόταν για μία ακόμα επίθεση. Ο Λούις προσπάθησε να προβλέψει από πού θα ερχόταν το χτύπημα. «Δεξιά» αποφάσισε τελικά. Το χτύπημα όμως ερχόταν από τα αριστερά και η καραπουλάδα είχε ήδη αναγγείλει ότι ετοίμαζε ένα ακόμα Μαύρο Θέρος.
Ο Λούις ένιωσε πως μπορούσε να θυμηθεί κάθε στιγμή που είχε ζήσει μέχρι τότε. Θυμήθηκε τη γυναίκα του, την Αριάννα, και την απερίγραπτη ομορφιά της. Τις πίτες από βατόμηλο που έφτιαχνε για εκείνον και την κόρη τους. Πόσο τρυφερή ήταν στο κρεβάτι. Και τι δεν θα έδινε για ακόμα μία ευκαιρία να την σφίξει στην αγκαλιά του, να κάνουν κι άλλα παιδιά. Θυμήθηκε που είχε ρωτήσει τον αρχηγό αν θα κρατούσαν τον εξοπλισμό τους. Ήθελε να πουλήσει τα όπλα στη μαύρη αγορά για να μπορέσει να στείλει την κόρη του στο σχολείο, είχε τόσα όνειρα, τόσες φιλοδοξίες. Όμως τώρα, θα πέθαινε και δεν θα ξανάβλεπε τις γυναίκες που τον έκαναν ευτυχισμένο. Ο χρόνος που χρειαζόταν για να φτάσει η λεπίδα του δρεπανιού στον λαιμό του κυλούσε βασανιστικά αργά. Τόσο αργά που ο Λούις ένιωσε το τσίμπημα στη δεξιά του γάμπα κι έπειτα ένα μούδιασμα να κυριεύει όλο του το σώμα ώσπου σωριάστηκε λιπόθυμος στην άμμο. Το κεφάλι του βρισκόταν ακόμα στη θέση του.
The author's narrative has been misappropriated; report any instances of this story on Amazon.
Το χτύπημα της καραπουλάδας δεν είχε βρει το στόχο, πράγμα που την ξάφνιασε. Πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος να έχει τέτοια αντανακλαστικά; Όμως, αν το είχε αποφύγει μόνος του, θα της είχε επιτεθεί ήδη. Κοίταξε προς το μέρος του λιπόθυμου Λούις και εντόπισε ένα μικρό βέλος στη γάμπα του. Κάποιος άλλος βρισκόταν εκεί, κάποιος του επιπέδου της. Ένιωσε την αδρεναλίνη της να ανεβαίνει.
«Φανερώσου, άνθρωπε» έκραξε υποτιμητικά. Όμως, ο αντίπαλός της δεν έλεγε να φανερωθεί. «Πολύ καλά» είπε ενθουσιασμένη «θα σε εντοπίσω μόνη μου. Αλλά πρώτα, θα θερίσω και τον φίλο σου τον Λουίζ που τόσο ήθελες να σώσεις». Σήκωσε το δρεπάνι της, αλλά αυτήν τη φορά είχε την αιχμή στραμμένη στο κεφάλι του Λούις.
«Τον λένε Λούις, ξέρεις» είπε ο Νυφίτσας βγαίνοντας πίσω από την άμαξα όπου ήταν κρυμμένος και κρατώντας ένα σφυρί κοντά στο μπόι του «και άμα κατεβάσεις αυτό το δρεπάνι, το κεφάλι σου θα έχει την ίδια μοίρα με το δικό του» απείλησε.
Η καραπουλάδα δεν πτοήθηκε καθόλου και κατέβασε το δρεπάνι της αλλά ούτε αυτήν τη φορά βρήκε στόχο σηκώνοντας ένα πυκνό σύννεφο άμμου. Όταν καταλάγιασε η άμμος, είδε πως το σώμα του Λούις είχε μετακινηθεί δυο πιθαμές παραπέρα. «Τι στο-» ξεκίνησε να λέει όμως σταμάτησε απότομα βλέποντας τι είχε συμβεί που της είχε διαφύγει. Ο αντίπαλός της κρατούσε στο χέρι του ένα διάφανο νήμα δεμένο στην άκρη του βέλους που είχε χτυπήσει τον Λούις.
«Πετονιά» είπε ο Νυφίτσας «εσείς οι Ιπτάμενοι δεν ψαρεύετε παραδοσιακά, ε;» όμως δεν περίμενε την απάντηση. «Τώρα, σ’ αυτό που υποσχέθηκα. Θα σε λιώσω».
Η καραπουλάδα ένιωσε την αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο. Επιτέλους, κάποιος άξιος να την αντιμετωπίσει σε μονομαχία. Είχε βαρεθεί αρκετά με τους τρεις μισθοφόρους και ήθελε να ξεμουδιάσει λίγο. Έσφιξε το δρεπάνι της και πήρε θέση μάχης ενώ ο Νυφίτσας είχε ήδη αρχίσει να τρέχει προς το μέρος της, με το σφυρί του να ετοιμάζει ένα πλάγιο χτύπημα.
«Βουνοπλαγιά» φώναξε σημαδεύοντας τα πλευρά της αντιπάλου του.
Εκείνη, άνοιξε τα φτερά της και απογειώθηκε, αποφεύγοντας την επίθεση του Νυφίτσα. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Τα φτερά της πονούσαν λες και είχαν χτυπήσει σε κάποιο αόρατο νήμα. «Πετονιά» σκέφτηκε «αλλά πού;» Στις λίγες στιγμές που χρειάστηκε για να εντοπίσει τα βέλη που βρίσκονταν πίσω της, μια ντουζίνα από άλλα βέλη εκτοξεύθηκαν προς το μέρος της τρυπώντας τα φτερά της και ρίχνοντάς την αιμόφυρτη στην άμμο.
«Αναρρίχηση» ψιθύρισε ο Νυφίτσας πηγαίνοντας δίπλα της. «Τώρα, για ‘κείνη την υπόσχεση…» Σήκωσε το σφυρί του και το κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι της καραπουλάδας το οποίο έσκασε σαν αυγό. «Κορυφή» είπε και απομακρύνθηκε προς το μέρος του Λούις παίρνοντας μαζί του το δρεπάνι σαν λάφυρο.