Τα μεσημέρια στη Μεγάλη Έρημο, στα ανατολικά της Ναρτ, ο ήλιος εξουθένωνε τους ταξιδιώτες και η άμμος έκαιγε σαν πυρωμένο κάρβουνο τα πόδια όσων είχαν την ατυχία να περπατούν ξυπόλητοι εκείνη την ώρα της ημέρας. Αρκετές γυναίκες κρατούσαν παιδιά στην αγκαλιά τους για να τα προφυλάξουν από τις υψηλές θερμοκρασίες του εδάφους, ενώ οι πιο εύπορες καβαλούσαν τα ντορί από το Ερεάι που είχε κερδίσει στα ζάρια ο αρχηγός του καραβανιού.
Ο αρχηγός, ένας γεροδεμένος γκριζομάλλης, ήταν καβάλα σε ένα σουναγκατόρ και οδηγούσε το καραβάνι προς τη Ναρτ, τον τελικό τους προορισμό. Κάπου κάπου, συμβουλευόταν μια πυξίδα και έναν χάρτη με περίεργα σύμβολα που πιθανότατα μόνο ο ίδιος μπορούσε να διαβάσει. Κάποια μέλη του καραβανιού συζητούσαν επικριτικά τη μυστικοπάθεια που έδειχνε ο αρχηγός, όμως εκείνον δεν τον ένοιαζε. Δεν υπήρχαν περιθώρια λάθους αυτήν τη φορά. Οι επιβαίνοντες στην μεγάλη άμαξα, αυτήν που χρειάζονταν μισή ντουζίνα ντορί για να κινηθεί, πρέπει να ήταν πολύ σημαντικά πρόσωπα. Ο άνθρωπος με τον οποίον είχε μιλήσει για τους μυστηριώδεις συνταξιδιώτες του φαινόταν ισχνός, όμως η αύρα που απέπνεε δεν έμοιαζε με κανενός άλλου από όσους είχε συναντήσει στο παρελθόν. Τον είχε πληρώσει προκαταβολικά και του είχε ζητήσει απόλυτη εχεμύθεια και προσοχή. Έτσι, ο αρχηγός είχε αυξήσει τον αριθμό των μισθοφόρων συνοδών τους. Τους είχε εξοπλίσει και με όσο το δυνατόν καλύτερα όπλα δεδομένων των συνθηκών. Δόρατα και βέλη με αιχμές από αμπάζιο και ασπίδες από ξύλο ερυθρομαργαρίτας. Ένας από τους μισθοφόρους, μάλιστα, τον είχε ρωτήσει αν θα κρατούσαν τον εξοπλισμό και μετά το πέρας της αποστολής τους. Δεν του είχε απαντήσει. Ήξερε πολύ καλά τι άνθρωποι ήταν οι μισθοφόροι του Ερεάι, έτοιμοι να σου τη φέρουν πισώπλατα ανά πάσα στιγμή. Ποτέ δεν τους πλήρωνε προκαταβολικά και σχεδόν ποτέ δεν αποκάλυπτε την αξία του εμπορεύματος που μετέφερε το καραβάνι.
Ένας από τους άνδρες του, αυτός που όλοι φώναζαν Νυφίτσα, τον είχε ενημερώσει πως υπήρχαν πηγαδάκια στα μετόπισθεν σχετικά με την ταυτότητα των ταξιδιωτών στην άμαξα. Όμως, ακόμα και ο ίδιος ο αρχηγός δεν την ήξερε. Ένα ήταν σίγουρο, είχαν πολύ ισχυρούς φίλους.
Ο ήλιος είχε αρχίσει πια να δύει και μπορούσε κανείς να ακούσει το τουρτούρισμα των μικρότερων παιδιών. Αν τα μεσημέρια στην έρημο ήταν καυτά, τα βράδια ήταν παγωμένα. Ο αρχηγός έκανε σήμα στο καραβάνι να σταματήσει. Τα μέλη του βάλθηκαν να στήνουν τις σκηνές τους και σιγά σιγά ξεπετάχτηκαν και οι πρώτες μικρές εστίες φωτιάς. Γύρω από κάθε μια από αυτές μαζεύονταν καμιά ντουζίνα άτομα. Οικογένειες με τα παιδιά τους και μοναχικοί ταξιδιώτες γίνονταν ένα μπρος στο ψύχος.
Μια ηλικιωμένη κυρία έλεγε ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια στην κοιλάδα του Χόλι και ο αρχηγός την άκουγε μαγεμένος. Την θυμόταν αυτήν τη γυναίκα. Η μοναχοκόρη της ήταν παντρεμένη με έναν μέθυσο. Πολλές φορές είχε προσπαθήσει να την πείσει να φύγουν μαζί από το καταραμένο το Ερεάι όμως εκείνη φοβόταν. Τη σκότωσε, είχε πει η γριά. Πράγματι, στα μάτια της γυναίκας συγκατοικούσαν η καλοσύνη, ο φόβος και η θλίψη. Από πού την αντλούσε άραγε τη δύναμη να λέει όλες αυτές τις ιστορίες;
Ο αρχηγός είχε βυθιστεί τόσο στις διηγήσεις της που δεν αντιλήφθηκε πως δίπλα του καθόταν ένα πρόσωπο άγνωστο σε αυτόν. Μια κοπέλα. Το δέρμα της αχνόφεγγε στο φεγγαρόφωτο και τα μάτια της είχαν ένα βαθύ κόκκινο χρώμα. Αρχικά συλλογίστηκε πως ήταν ακόμα μια από τις οφθαλμαπάτες της ερήμου. Αλλά πώς ήταν δυνατόν; Είχε ήδη σκοτεινιάσει αρκετά για να μπορεί να απορρίψει κάθε τέτοιο ενδεχόμενο. Η νεαρή γυναίκα του χαμογέλασε αμήχανα και ο αρχηγός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι βρισκόταν σε παραλήρημα. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να το εξηγήσει κανείς αυτό που έβλεπε;
This story originates from a different website. Ensure the author gets the support they deserve by reading it there.
«Υποθέτω πως δεν έχετε ξαναδεί βρικόλακα από κοντά» είπε η κοπέλα.
Ο αρχηγός σάστισε για μια στιγμή αλλά αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι του παραληρήματός του. «Όχι» απάντησε. Φυσικά και δεν είχε ξαναδεί βρικόλακα. Αυτά τα όντα δεν σύχναζαν στα ίδια μέρη με εκείνον και ο ίδιος φρόντιζε να μένει μακριά από τις δεξιώσεις των ευγενών. Τους σιχαινόταν τους βρικόλακες. Ακόμα και η σκέψη τους τον αηδίαζε. «Τι θέλετε από εμάς;» κατάφερε να γρυλίσει τελικά.
Η κοπέλα ένιωσε την απέχθεια στον τόνο της φωνής του και προσπάθησε να τον ηρεμήσει. «Ονομάζομαι Ισαβέλλα. Ήθελα μόνο να γνωρίσω τον άνθρωπο που είναι υπεύθυνος για την ασφάλειά μας. Αν σας ενοχλεί η παρουσία μου, μπορώ να επιστρέψω στην άμαξα».
Αν ο αρχηγός είχε σαστίσει αρχικά, τώρα ήταν μπερδεμένος. Στην άμαξα; Τόσες μέρες ταξίδευαν μαζί τους βρικόλακες; Εκτός αν… Με ένα απότομο σάλτο σηκώθηκε από τη θέση του και έτρεξε προς την άμαξα. Η Ισαβέλλα δεν τον ακολούθησε. Παρέμεινε καθισμένη πλάι στην ηλικιωμένη γυναίκα η οποία δεν έδειχνε να τη φοβάται καθόλου.
Ταραγμένος, ο αρχηγός χτύπησε απαλά την πόρτα της άμαξας αλλά κανένας δεν απάντησε. Ξαναχτύπησε. Πάλι τίποτε. Έντρομος πλέον, άνοιξε την πόρτα της άμαξας και αντίκρυσε έναν άνδρα με φουσκωμένη κοιλιά να ροχαλίζει ελαφρά. Θα μπορούσε και αυτός να είναι βρικόλακας, σκέφτηκε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξερόβηξε ίσα ίσα για να ξυπνήσει τον κοιμισμένο άνδρα.
«Τι έγινε Ισαβέλλα μου; Πάλι κοιμήθηκα;» είπε ο αγουροξυπνημένος άνδρας, όμως μην παίρνοντας απάντηση ξύπνησε απότομα. «Γαμώτο» μουρμούρισε και σηκώθηκε από τη θέση του. Ήταν πιο ψηλός από ότι τον θυμόταν ο αρχηγός. «Εσείς πρέπει να είστε ο αρχηγός μας, έτσι δεν είναι;» είπε ξύνοντας την κοιλιά του ο άνδρας.
Ο αρχηγός δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό το πλάσμα ήταν ανθρώπινο, πόσο μάλλον να αποφανθεί αν ήταν φίλος ή εχθρός. Βαθιά μέσα του ήλπιζε να ήταν όντως με το μέρος τους. Με το αριστερό του χέρι στη λαβή του ξίφους του, άνοιξε το στόμα να πει κάτι αλλά δεν βγήκε κανένας ήχος.
«Γνωρίζατε ότι οι αριστερόχειρες λέγεται ότι έχουν μεγαλύτερη έφεση στη μαγεία;» ρώτησε ο μεγαλόσωμος άνδρας.
Ο αρχηγός δεν ήξερε πώς να απαντήσει. Αυτός ο άνδρας μόλις του είχε πει μια τόσο ασήμαντη πληροφορία ενώ ο ίδιος ετοιμαζόταν να τραβήξει το σπαθί του και να τον κάνει κομμάτια. Δεν τον φοβόταν καθόλου; Όσο και αν είχαν περάσει πια τα χρόνια, τον αρχηγό δεν τον έλεγαν τυχαία Λύκο. Προστάτευε την αγέλη του, το καραβάνι, διαλύοντας κάθε απειλή. Μόνο μία φορά δεν τα είχε καταφέρει και αυτό του είχε στοιχίσει τη ζωή τριών από τους καλύτερους άνδρες που είχε ποτέ και το αριστερό του μάτι.
«Με συγχωρείτε, δεν ήθελα να σας προσβάλω» συνέχισε ο άνδρας στην άμαξα διακρίνοντας οργή στο βλέμμα του αρχηγού. «Σκέφτηκα ότι έτσι θα έσπαγα τον πάγο. Λέγομαι Έντγκαρ. Η Ισαβέλλα κι εγώ είμαστε οι μυστηριώδεις συνταξιδιώτες σας».
«Βρικόλακες; Τι ανάγκη από προστασία έχουν δυο βρικόλακες; Και γιατί επιλέξατε εμάς;» ρώτησε ο αρχηγός χωρίς να αφήσει στιγμή τη λαβή του ξίφους του.
«Αχ, Ισαβέλλα» μουρμούρισε ο Έντγκαρ. Μετά απευθύνθηκε στον αρχηγό. «Ξέρετε, η αποστολή μας είναι επικίνδυνη, και εκτός αυτού δεν είμαστε και οι δύο βρικό-»
«Επικίνδυνη αποστολή;» αυτήν τη φορά ο αρχηγός ήταν έξω φρενών, όμως με κάποιον τρόπο κατάφερνε ακόμα να ψιθυρίζει. «Γνωρίζετε ότι στο καραβάνι μας υπάρχουν παιδιά;»
«Το γνωρίζω πολύ καλά» του απάντησε «και θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να μην πάθουν το παραμικρό».
«Τι παιχνίδι στήνουν στις πλάτες μας οι μπάσταρδοι στο Ερεάι; Αν πάθει τίποτα η αγέλη μου…»
«Δεν υπάρχει κανένα παιχνίδι» τον διαβεβαίωσε ο συνταξιδιώτης του «αρκεί να κρατήσετε τον λόγο σας. Έχετε πληρωθεί αδρά, φαντάζομαι».
Ο αρχηγός είχε ακούσει αρκετά. Τράβηξε το σπαθί του, ένα ξίφος με κυρτή λεπίδα από δρακομέταλλο, και το έφερε στον λαιμό του Έντγκαρ. Εκείνος σήκωσε το αριστερό του χέρι και έδειξε τη λεπίδα. «Ωραίο» είπε έκπληκτος «θα μπορούσα να το δανει-». Πριν ολοκληρώσει τη φράση του, εμφανίστηκαν δυο μισθοφόροι, κρατώντας τη δεμένη πισθάγκωνα Ισαβέλλα από τα μπράτσα. Πλέον ολόκληρο το καραβάνι τους είχε αντιληφθεί και τους κοιτούσε, ενώ πάνω στην άμαξα βρισκόταν ήδη ο Νυφίτσας με το βέλος στο τόξο του να σημαδεύει το κεφάλι του Έντγκαρ.