Ο αρχηγός έβαλε το ξίφος στη θήκη του. Δεν ήθελε να κάνει κάτι που ίσως μετάνιωνε αργότερα. Με μια κίνηση του χεριού, έκανε νόημα στους υπόλοιπους μισθοφόρους να δέσουν τον Έντγκαρ και εκείνοι υπάκουσαν. Καθησύχασε τα μέλη του καραβανιού για την ασφάλειά τους και τους ενημέρωσε ότι πλέον το καραβάνι θα μετέφερε κρατούμενους.
Θα μπορούσε να τους αφήσει στην έρημο, να πεθάνουν της πείνας, όμως αποφάσισε να δείξει μεγαλοψυχία. Ήθελε να τους παραδώσει ο ίδιος στις αρχές της Ναρτ για να τιμωρηθούν σωστά. Όμως ποιο ήταν άραγε το έγκλημά τους; Ότι έθεσαν σε κίνδυνο το καραβάνι του; Ή μήπως ο Έντγκαρ του είχε πει ψέματα και δεν ήταν αυτοί οι μυστηριώδεις ταξιδιώτες; Τα ερωτήματα τον κράτησαν ξάγρυπνο όλο το βράδυ.
Με τις πρώτες ακτίνες του ηλίου, ο αρχηγός άρχισε να σχεδιάζει τη διαδρομή της ημέρας. Έπρεπε να αλλάξουν πορεία αν ήθελε να αποφύγει τυχόν ενέδρα από τους συνεργούς του Έντγκαρ και της Ισαβέλλας.
Ο νέος δρόμος περνούσε κάτω από την Ουρούζ, μια αποικία των Ιπτάμενων και ο αρχηγός είχε αρχικά πολλούς ενδοιασμούς. Οι Ιπτάμενοι ήταν ένας λαός πολεμοχαρής που λεγόταν πως καταβρόχθιζαν ανθρώπους και ανθρωποειδή. Τελικά, κατέληξε πως ήταν η μόνη λύση και μόλις ξύπνησαν όλοι ξεκίνησε αυτήν την παράκαμψη.
Καθώς περνούσε η μέρα, ο αρχηγός ένιωθε όλο και περισσότερο την κούραση της προηγούμενης. Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι και εκείνου του έμοιαζε ότι η μέρα δεν περνούσε με τίποτε. Είχε αρχίσει να έχει παραισθήσεις από την κούραση. Του φαινόταν πως έβλεπε πουλιά στον ορίζοντα κι ας ήξερε πως σε όλη την έκταση της ερήμου, τα μόνο πουλιά που υπήρχαν ήταν τα ντορί στο καραβάνι του. Πρέπει να ανέβαζε πυρετό, τα πουλιά φαίνονταν να πλησιάζουν με μεγάλη ταχύτητα. Έκανε σήμα στο καραβάνι να σταματήσει και φώναξε κοντά του τον Νυφίτσα.
Φτάνοντας στην κορυφή του καραβανιού, ο Νυφίτσας άσπρισε ολόκληρος. Είχε κάνει πολλές φορές την διαδρομή από το Ερεάι ως τη Ναρτ για να μπορεί να καταλάβει ότι είχαν κάνει παράκαμψη. Επιπλέον, ήξερε πολύ καλά τον αρχηγό και του ήταν ξεκάθαρο πως ο αρχηγός δεν ένιωθε καλά, όμως έβλεπε και ο ίδιος τις όλο και μεγαλύτερες φιγούρες των φτερωτών πλασμάτων που πλησίαζαν με μεγάλη ταχύτητα. Ήταν μισή ντουζίνα πλάσματα.
Βλέποντας το χρώμα στο πρόσωπο του ακολούθου του, ο αρχηγός συνήλθε απότομα και έδωσε σήμα στους μισθοφόρους να πάρουν θέσεις μάχης. Προτού προλάβουν να οργανωθούν, ακούστηκε η πρώτη σαϊτιά, έπειτα ο ήχος δυο μετάλλων που συγκρούονται με μεγάλη ταχύτητα όμως το μόνο που έβλεπαν οι περισσότεροι μισθοφόροι ήταν ο αρχηγός με το σπαθί του στο αριστερό του χέρι. Ακολούθησε ένας καταιγισμός από βέλη, όλα με στόχο την άμαξα όπου βρίσκονταν οι κρατούμενοι. Κανένα δεν αστόχησε. Τα περισσότερα μάλιστα τρύπησαν την ξύλινη οροφή. Οι κρατούμενοι ήταν σίγουρα νεκροί.
Support the creativity of authors by visiting Royal Road for this novel and more.
Γυναίκες πανικόβλητες έτρεχαν να προφυλάξουν τα παιδιά τους ενώ οι άνδρες άρπαζαν ό,τι έβρισκαν και θα μπορούσε να τους χρησιμεύσει σαν όπλο. Άλλοι πήραν τσουγκράνες και φτυάρια, άλλοι ετοίμασαν τα μαχαίρια τους. Χρειάστηκαν μόλις λίγες στιγμές για να περικυκλωθεί το καραβάνι από τους έξι φτερωτούς ανθρώπους.
Ένα πλάσμα με σώμα γυναίκας, λευκά φτερά και κεφάλι χήνας προσγειώθηκε μπροστά στον αρχηγό. Στην αριστερή πλευρά της ζώνης της, κρεμόταν ένα ξίφος με ίσια λεπίδα, από εκείνα που δεν μπόρεσε ποτέ να συνηθίσει ο αρχηγός. Η χρυσαφιά πανοπλία της κάλυπτε μόνο τα σημεία που χρειαζόταν να καλύπτει και οι μπότες της ήταν από μαύρο δέρμα φιδιού.
«Βρίσκεστε σε απαγορευμένη περιοχή» του είπε όσο πιο απειλητικά μπορούσε με τη στριγκή φωνή της.
«Είχα την εντύπωση πως η έρημος δεν ανήκει σε κανέναν» της απάντησε ο αρχηγός αδιαφορώντας πλέον για τους τύπους. «Μας επιτεθήκατε ενώ βρισκόμασταν σε ουδέτερη περιοχή, σκοτώνοντας τους κρατούμενούς μας. Ποια θα λέγατε ότι είναι η σωστή αντίδραση από μέρους μας;»
«Οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από κάποιο σύννεφο στην επικράτεια των Ιπτάμενων, ανήκει στους Ιπτάμενους» του είπε εκείνη. «Είναι καθήκον μου ως Έξαρχου της Ουρούζ να προστατεύω τα κυριαρχικά μας δικαιώματα».
«Δεν βλέπω κανένα σύννεφο πάνω από τα κεφάλια μας» αντέτεινε ο αρχηγός δείχνοντας προς τον ουρανό. Όντως, δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο κοντά στο σημείο που βρίσκονταν. «Το μόνο που μπορώ να συμπεράνω είναι ότι είστε κάποιου είδους ληστές, Έξαρχε Χήνα». Στο παρελθόν, ο αρχηγός είχε έρθει σε επαφή με αξιωματούχους των Ιπτάμενων και ήξερε πως τα ονόματά τους προέρχονται από το πτηνό του οποίου φέρουν το κεφάλι και τα φτερά.
Η Έξαρχος τράβηξε το σπαθί της. Είχε και αυτό χρυσαφιά λεπίδα. Αυτό ήταν και το σήμα της επίθεσης των Ιπτάμενων στο καραβάνι. Ο πιο μυώδης από τους υπόλοιπους, ένας άνδρας με κεφάλι και φτερά άλμπατρος της ερήμου κρατούσε έναν τεράστιο διπλό πέλεκυ και ετοιμαζόταν να επιτεθεί σε έναν νεαρό που τον φώναζαν Τζιν και κρατούσε μονάχα ένα δόρυ από αυτά που έδινε ο αρχηγός. Δεν είχε προφτάσει να πάρει την ασπίδα του, όμως δεν φαινόταν να φοβάται. Δύο άνδρες-χόκκορες είχαν στραμμένα τα βέλη τους στους ταξιδιώτες με τα μαχαίρια. Μια γυναίκα-καραπουλάδα με ένα τεράστιο δρεπάνι στο χέρι ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει μόνη της τρεις από τους μισθοφόρους, ενώ μια κοντοπίθαρη γυναίκα-αιγόπτερο κρατούσε στα χέρια της δυο μαχαιράκια και έδειχνε έτοιμη να κάνει κομμάτια την ηλικιωμένη γυναίκα και δύο από τους μισθοφόρους.